- επιβοηθητικός
- -ή, -όαυτός που παρέχει πρόσθετη βοήθεια («επιβοηθητικά μέσα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Χρ. Βάφα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιβοηθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που παρέχει πρόσθετη βοήθεια, επικουρικός, ενισχυτικός. 2. επουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)